στιφρά — στιφρός firm neut nom/voc/acc pl στιφρά̱ , στιφρός firm fem nom/voc/acc dual στιφρά̱ , στιφρός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιφρᾶς — στιφρᾶ̱ς , στιφράω harden pres ind act 2nd sg (doric) στιφρός firm fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιφράν — στιφρά̱ν , στιφρός firm fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιφράς — στιφρά̱ς , στιφρός firm fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… … Dictionary of Greek
νεφελίνης — Πυριτικό ορυκτό με χημικό τύπο KNa3 (AlSiO4)4. Κρυσταλλώνεται στην τεταρτοεδρία του εξαγωνικού συστήματος. Εμφανίζεται σε άχρωμα στιφρά συσσωματώματα, σπανιότερα σε κρυστάλλους με μορφή βραχυστηλοειδή, διαυγείς ή και θολούς, άχρωμους ή λευκούς ως … Dictionary of Greek
ουρανίτης — Ορυκτό του ουρανίου. Χημικά είναι ένα οξείδιο (UO2), που κρυσταλλώνεται στο κυβικό σύστημα σχηματίζοντας συμπαγείς μάζες (στιφρά συσσωματώματα), σπανιότερα οκτάεδρα. Ο ο. αποτελεί μια ποικιλία του ουρανινίτη (πισσουρανίτης, ουρανοπισσίτης). Έχει… … Dictionary of Greek